ἐπιρρύσμιος

ἐπιρρύσμιος
ἐπιρρύσμιος, η, ον, ([etym.] ῥυσμός)
A in-flowing, Hsch.; ἐπιρρυσμίη ἑκάστοισιν ἡ δόξις adventitious, Democr.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιρρύσμιος — ἐπιρρύσμιος, η, ον (Α) 1. αυτός που χύνεται, που ρέει κάπου 2. συμπτωματικός, τυχαίος («ἐτεῇ οὐδὲν ἴσμεν περὶ οὐδενός, ἀλλ’ ἐπιρρυσμίη ἑκάστοισιν ἡ δόξις», Δημόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρυσμός, ιων. τ. αντί ρυθμός, που συνδέεται πιθ. με το ρέω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”